- ἐξαπείδομεν
- ἐξαπεῖδονobserve from afaraor ind act 1st plἐξαπεῖδονobserve from afaraor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπείδον — ἐξαπεῑδον (Α) (αόρ. χωρίς ενεστ. αντί ενεστ. χρησιμοπ. το ἐξαφορῶ) παρατήρησα από μακριά, είδα σε απόσταση («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», Σοφ.) … Dictionary of Greek